- νευρένδετος
- νευρένδετος, -ον (Α)δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ-ένδετος, χρυσ-ένδετος].
Dictionary of Greek. 2013.